πολεμικός

πολεμικός
-ή, -ό / πολεμικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πόλεμος]
1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.)
2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο έμπειρος στα σχετικά με τον πόλεμο («μάθημα ἀναγκαῖον πολεμικῷ ἀνδρὶ θήσομεν», Πλάτ.)
3. ορμητικός, μαχητικός
4. φρ. «πολεμική τέχνη» ή, απλώς, «πολεμική» — εφαρμοσμένη τέχνη ή επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη, τον σχεδιασμό και τη διεξαγωγή τού πολέμου με τις μεγαλύτερες επιτυχίες και με τις μικρότερες απώλειες και περιλαμβάνει δύο κλάδους, τη στρατηγική και την τακτική
νεοελλ.
1. αυτός που αγαπά τον πόλεμο, φιλοπόλεμος, πολεμοχαρής
2. το θηλ. ως ουσ. δυσμενής και οξεία κριτική, προφορική ή γραπτή
β) επιθετική συμπεριφορά εναντίον κάποιου
3. το ουδ. ως ουσ. το πολεμικό
πλοίο εξοπλισμένο και προορισμένο για πολεμικές επιχειρήσεις
4. φρ. α) «πολεμικές χημικές ουσίες»
(χημ.-τεχνολ.) συνοπτική ονομασία τών δηλητηριωδών χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται με τη μορφή αέριων λεπτότατων σταγονιδίων ή σκόνης για πολεμικούς σκοπούς και οι οποίες όταν εισπνέονται ή έρχονται σε επαφή με το σώμα προκαλούν σοβαρές βλάβες τής υγείας ή ακόμη και τον θάνατο
β) «πολεμική οικονομία» — οι δημοσιονομικές και νομισματικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση τών δαπανών τού πολέμου στις οποίες περιλαμβάνονται η φορολογία, τα αναγκαστικά δάνεια, τα προαιρετικά εγχώρια δάνεια, ο ξένος δανεισμός και η δημιουργία νέου χρήματος
γ) «πολεμικό παίγνιο»
στρ. μορφή τακτικής Άσκησης Άνευ Στρατευμάτων (ΤΑΑΣ) η οποία διεξάγεται επί χάρτου και αποσκοπεί στην εκπαίδευση τών αξιωματικών τών ενόπλων δυνάμεων
δ) «πολεμική αεροπορία» — το σύνολο τών μαχητικών, τών βομβαρδιστικών και τών αναγνωριστικών αεροσκαφών που χρησιμοποιούνται για πολεμικούς σκοπούς
ε) «πολεμικό ναυτικό» — το σύνολο τών πλοίων που χρησιμοποιούνται για πολεμικούς σκοπούς
αρχ.
εχθρικός
2. αυτός που διεγείρει έχθρα («πολεμικὸν δέ καὶ ἔρις καὶ ὀργή», Ξεν.)
3. το ουδ. ως ουσ. α) το σάλπισμα για έναρξη τής μάχης («οἱ σαλπιγκταὶ τὸ πολεμικὸν ἐβόησαν», Δίων. Κάσσ.)
β) είδος μέλους που παιζόταν με αυλό
γ) το μάχιμο μέρος τού λαού
δ) το πνεύμα τού πολέμου, η πολεμική διάθεση
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πολεμικά
η πολεμική τέχνη.
επίρρ...
πολεμικώς / πολεμικῶς, ΝΜΑ, και πολεμικά Ν
με πολεμικό τρόπο, με πολεμική διάθεση
νεοελλ.
1. με πόλεμο, με πολεμικές ενέργειες
2. από πολεμική άποψη, σε σχέση με τον πόλεμο και τη διεξαγωγή του
αρχ.
εχθρικώς («πολεμικώτατα πρὸς ἀλλήλους εἶχον ἐκ τούτων», Ξεν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολεμικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει ή ασχολείται με τον πόλεμο: Πολεμικός ανταποκριτής – Πολεμικός στόλος κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολεμικά — πολεμικός of neut nom/voc/acc pl πολεμικά̱ , πολεμικός of fem nom/voc/acc dual πολεμικά̱ , πολεμικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικώτερον — πολεμικός of adverbial comp πολεμικός of masc acc comp sg πολεμικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικωτάτω — πολεμικός of masc/neut nom/voc/acc superl dual πολεμικός of masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικωτάτων — πολεμικός of fem gen superl pl πολεμικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικῶν — πολεμικός of fem gen pl πολεμικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικόν — πολεμικός of masc acc sg πολεμικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικώτατα — πολεμικός of adverbial superl πολεμικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικώτατον — πολεμικός of masc acc superl sg πολεμικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”